- Ταλαός
- Τᾰλᾰός father of Adrastos; son of Bias, king of Argos.1
ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ταλαός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαός — ή, όν, Α τλήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο οποίος χρησιμοποιείται αντί τού ταλακάρδιος και έχει σχηματιστεί από το θ. ταλα (βλ. λ. τάλας) κατ επίδραση τού ταναός*] … Dictionary of Greek
ταλαά — ταλαός neut nom/voc/acc pl ταλαά̱ , ταλαός fem nom/voc/acc dual ταλαά̱ , ταλαός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαόν — ταλαός masc acc sg ταλαός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταλάω — Τάλαος masc nom/voc/acc dual Τάλαος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταλαοῖο — Ταλαός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαοῖο — ταλαός masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταλαοί — Ταλαός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαοί — ταλαός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταλαοῦ — Ταλαός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)